ταχυδαχτυλουργός

ταχυδαχτυλουργός
ο, η
αυτός που με μεγάλη επιδεξιότητα των χεριών εκτελεί απατηλά τεχνάσματα που εντυπωσιάζουν τους θεατές, θαυματοποιός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θαυματοποιός — ο αυτός που κάνει θαύματα, ταχυδαχτυλουργός: Ήρθε χθες στο χωριό μας ένας θαυματοποιός που μας κατέπληξε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”